- διερμηνεία
- η1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία2. το αξίωμα τού διερμηνέα3. το έργο τού διερμηνέα4. το γραφείο τού διερμηνέα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρουπρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη].
Dictionary of Greek. 2013.